- βεσπίδες
- (vespidae). Οικογένεια υμενοπτέρων κεντροφόρων εντόμων, με κυριότερο εκπρόσωπό τους τη βέσπη, που συγχέεται από πολλούς με τη σφήκα. Οι β. κατασκευάζουν τις φωλιές τους στα κλαδιά των δέντρων, στις άκρες της στέγης των σπιτιών ή σε τρύπες στο έδαφος. Η φωλιά αυτή είναι μεγάλη και σφαιρική, με μόνο μία είσοδο. Κατασκευάζουν επίσης κερήθρες στις οποίες τοποθετούν τα αβγά τους, από τα οποία θα βγουν αργότερα οι προνύμφες. Το είδος βέσπη η κράβρος, γνωστότερο με το όνομα μεγάλη σφήκα, έχει μαύρο χρώμα με κίτρινα στίγματα. Είναι έντομο επιθετικό και το τσίμπημά του είναι πολύ επώδυνο. Άλλο είδος είναι η βέσπη η κοινή, γνωστή ως μελιγγόνι, που κατασκευάζει τη φωλιά της στο έδαφος και σε τοίχους. Οι β. τρέφονται κυρίως με νέκταρ και φρούτα, τρέφονται όμως στο στάδιο της προνύμφης και με μικρότερα έντομα, όπως μύγες, μικρές αράχνες κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.